Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Υπαρξιακές θεωρήσεις ενός "πιγκουίνου".....


Χρόνια και ζαμάνια, καλέ μου φίλε Θανάση. Όπως σου είπα, το ρημάδι το ξεροκέφαλό μου διάγει περίοδο αγρανάπαυσης, η οποία είναι ακόμα αβέβαιο πόσο θα διαρκέσει. Παρόλα αυτά, δεν μπορώ παρά να κάνω κάποιες σκέψεις, τις οποίες, θέλεις δεν θέλεις, μοιράζομαι και μαζί σου.

Προχτές λοιπόν, ντυμένος με το μαύρο μου το κουστουμάκι, τη σκούρα μου τη γραβάτα και το μαύρο το παλτό μου, πλησίαζα την είσοδο του τεκτονικού μεγάρου όπου εργάζεται η στοά μου και παρατηρούσα όλους τους υπόλοιπους αδελφούς μου να έρχονται προς την ίδια κατεύθυνση. Ένας φίλος και αδελφός που γνωρίζω στο φατσοβιβλίο (αγγλιστί Facebook), μας αποκαλεί «πιγκουίνους» λόγω αυτής της μάλλον πένθιμης, ή τουλάχιστον παράταιρης εμφάνισής μας.

Οι περίοικοι και περαστικοί μας κοιτούσαν (όπως πάντα) με περιέργεια και δεν ήταν καθόλου δύσκολο να καταλάβεις τι σκέψεις περνούσαν από το μυαλό τους. Στα μάτια τους φαντάζουμε είτε αστείοι, είτε ένα τσούρμο συνωμοτών που απεργάζονται την καταστροφή κάθε τι καλού κ’αγαθού έχει απομείνει στη χωλαίνουσα κοινωνία μας, στην προσπάθειά μας να φέρουμε τη βασιλεία του 666, των Νεφελίμ ή της Μέρκελ, ανάλογα με το πόσο πυροβολημένος είναι κανείς...

Από την άλλη, δεν μπορώ παρά να σκέφτομαι και τη γνώμη της γυναίκας μου για εμένα, τους αδελφούς μου και τα ενδιαφέροντά μας, η οποία δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι είναι πλήρως εναρμονισμένη με αυτό που ονομάζουμε «απεριόριστη εκτίμηση». Στην καλύτερη περίπτωση, ξεφυσάει και μου πετάει κάτι ειρωνικό, απ’αυτά που λένε οι γυναίκες μας όταν θέλουν να μας υπογραμμίσουν ότι ποτέ μας δεν μεγαλώσαμε πραγματικά.

Φυσικά, κάθε προσπάθειά μου να την πείσω ότι η συμμετοχή μου και η δραστηριοποίησή μου στην Αδελφότητά μας, σκοπό έχει την αυτοβελτίωση, την αυτογνωσία και το να με κάνει καλύτερο άνθρωπο, αποσπά με αυξανόμενο ρυθμό τα ειρωνικά της σχόλια που περιστρέφονται γύρω από το πεζό επιχείρημα «αν αυτοβελτιώνεσαι, όπως λες, γιατί μου είναι τόσο δύσκολο να το διακρίνω;».

Και σα να μη φτάνει αυτή η εγγενής έλλειψη κατανόησης από τα έτερα ημίσεά μας, τις βλέπεις να κάνουνε πηγαδάκια σε συγκεντρώσεις αδελφών μετά των συζύγων τους και να βγάζουνε τα φτυάρια, ανατροφοδοτώντας και επαυξάνοντας τα φαρμακερά τους σχόλια για τους άντρες τους και τις αγνές φιλοσοφικές τους ενασχολήσεις.

Όλα λοιπόν τα παραπάνω απασχολούσαν το φτωχό μου μυαλό κατά την είσοδό μου στο τεκτονικό μας μέγαρο. Και παρά τη φιλική ατμόσφαιρα και τη θαλπωρή που νοιώθουμε εκεί μέσα, μοιραζόμενοι τα ενδιαφέροντά μας με ανθρώπους που μας καταλαβαίνουν, δεν μπόρεσα παρά να εντείνω τις μελαγχολικές μου σκέψεις, βλέποντας κάποιους γηραιούς αδελφούς να  έχουν «ψιλοπάρει» τον υπνάκο τους μεταξύ των εκκλήσεων του Σεβασμίου να σηκωθούμε από τις καρέκλες μας.

Κάποτε, η συμμετοχή ενός ελεύθερου και χρηστοήθους άνδρα στον Τεκτονισμό θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα ορόσημο στα προσωπικά του επιτεύγματα. Η κοινωνική επιρροή ήταν συγκεντρωμένη στους ελάχιστους «γραμματιζούμενους» ανθρώπους μιας κοινωνίας που αποτελείτο κυρίως από αγράμματους χειρώνακτες, και οι περισσότεροι από αυτούς τους «ισχυρούς» επεδίωκαν να ενταχθούν στην ελίτ που αντιπροσώπευε η αδελφότητά μας. Σήμερα όμως, ο αριθμός των ενεργών Τεκτόνων έχει μειωθεί σημαντικά, την ίδια στιγμή που ο πληθυσμός της χώρας μας έχει υπερδιπλασιαστεί και οι κοινωνικές επιρροές έχουν μετακομίσει στα πορτοφόλια των χονδρεμπόρων, των εργολάβων και των αεριτζήδων, οι οποίοι δεν χολοσκάνε ιδιαίτερα για την προσωπική τους ανεύρεση του Φωτός, προτιμώντας αντ’αυτού, ένα  δίμετρο μοντέλο που ομιλεί απταίστως κάποια εκ των πολλών Σλαβικών γλωσσών.

Οπότε, καλέ μου φίλε Θανάση, τι μένει για εμάς που ακολουθήσαμε το Τεκτονικό βίωμα; Γίναμε ένα εξεζητημένο καφενείο, μια αναχρονιστική λέσχη μεσηλίκων, ένα φιλανθρωπικό σωματείο από τα πολλά που απαρτίζονται από αραχνιασμένους υπερήλικες, ή ένα απολίθωμα κάποιου ενδόξου παρελθόντος που διέδωσε τον Διαφωτισμό στα πέρατα του Δυτικού κόσμου και τώρα είναι έρμαιο στα ειρωνικά σχόλια των αγαπημένων μας συζύγων; Μάλλον σκοτεινή και απαισιόδοξη μου φαντάζει αυτή η άποψη.

Όμως….

Πότε η συμμετοχή ενός αδελφού σε μια στοά δεν υπήρξε δύσκολη, ίσως άχαρη και δεν του γέννησε κάποιους προβληματισμούς; Ο Joseph Rudyard Kipling, στο ποίημά του «Στοά – Μητέρα» μας θυμίζει μια άλλη εποχή, τόσο διαφορετική αλλά και τόσο ίδια με τη δική μας:

Ήταν ο Ρούντλ, ο σταθμάρχης
Και ο Μπέτζλει που δούλευε στα τραίνα
Και ο Ακμαν από την Επιμελητεία
Και ο Ντόνκιν από τις Φυλακές,
Και ο Μπλέϊκ ο Λοχίας εκπαιδευτής
Για δύο φορές ήταν δικός μας Σεβάσμιος
Μαζί με αυτόν που είχε το μαγαζί «Ευρώπη»
Τον γέρο – Φάμτζι Εντουλτζι

Έξω «Εταίρε, Κύριοι, Χαίρεται, Σαλαάμ»
Μέσα «Αδελφέ» και δεν υπήρχε τίποτα κακό.
Συναντιόμασταν στο Αλφάδι και χωριζόμασταν στον Γνώμονα
Και γω ήμουν ο δεύτερος Επόπτης στη Μητέρα Στοά μου εκεί κάτω !!

Είχαμε και τον Μπόλα Ναθ τον λογιστή
Και τον Σαούλ, τον ισραηλίτη του Άντεν,
Και τον Ντιν Μοχάμεντ σχεδιαστή στο Κατάστο,
Ήταν ο Μπαμπού Τσακερμπούτυ
Και ο Αμίρ Σίχ, ο σιίτης ,
Και ο Κάστρο των γραφείων επισκευών
ο Ρωμαιοκαθολικός!

Δεν είχαμε ωραίες επιγραφές
Και ο Βωμός μας ήταν παλιός και απέριττος
Αλλά γνωρίζαμε τα αρχαία Οροθέσια
Και τα τηρούσαμε κατά κεραία και γράμμα.
Και το παρατηρούσαμε όλο αυτό από απόσταση
Μου κάνει εντύπωση αυτό το γεγονός
Που δεν υπήρχε ούτε ένας βέβηλος
Εκτός, ίσως , από μας τους ίδιους.

Έπειτα κάθε μήνα, όταν τελείωναν οι Εργασίες
Καθόμασταν όλοι και καπνίζαμε,
(Δεν συνηθίζαμε να κάνουμε τράπεζα
Για να μην φέρουμε σε δυσκολία ούτε έναν αδελφό)
Και μιλούσαμε, ένας μετά τον άλλον,
για την Θρησκεία και για άλλα πράγματα,
Κάθε ένας αναφερόμενος στο Θεό που ήξερε καλύτερα.

Ένας μετά τον άλλον μιλούσαμε,
Κι ούτε ένας αδελφός δεν βιάζονταν,
Μέχρι που η αυγή ξυπνούσε τους παπαγάλους
Και το άλλο το πουλί το περιπλανώμενο
Μιλούσαμε για όλα αυτά που αισθανόμασταν περίεργα
Και πηγαίναμε στα σπίτια για να κοιμηθούμε
Με τον Μωάμεθ, τον Θεό, τον Σίβα
Που αλλάζανε βάρδια μέσα στα κεφάλια μας.

Συχνά, κάτω από τις εντολές της Κυβέρνησης
Περιπλανώμενα βήματα μας επισκέφθηκαν
Και μας μετέφεραν χαιρετισμούς αδελφικούς
Από Στοές Ανατολής και Δύσης,
Σύμφωνα με τις οδηγίες που έλαβαν,
Από την Κοχάτ μέχρι την Σιγκαπούρη.
Πόσο θα ήθελα να ξαναδώ
Μια φορά αυτούς τους αδελφούς μου από την Στοά – Μητέρα.

Θα ήθελα να τους ξανάβλεπα,
τους Αδελφούς μου μαύρους και σκούρους,
μέσα στην οσμή των πούρων εκεί,
ενώ το κάρβουνο περνούσε από χέρι σε χέρι
Με τον γέρο khansamah που ροχαλίζει
Αχ ας ήμουν Δάσκαλος Μασόνος με μεγάλη φήμη
Στην Στοά – Μητέρα μου, ακόμα μια φορά

Έξω «Εταίρε, Κύριοι, Χαίρεται, Σαλαάμ»
Μέσα «Αδελφέ» και δεν είχε τίποτα κακό.
Συναντιόμασταν στο Αλφάδι και χωριζόμασταν στον Γνώμονα
Και γω ήμουν ο δεύτερος Επόπτης στη Μητέρα Στοά μου εκεί κάτω !!
………………………….
Ποτέ και κανένας δεν μας έταξε χρήμα, δόξα, αναγνώριση ή γνωριμίες όταν αποφασίσαμε να κρούσουμε τη θύρα του Ναού. Το πράξαμε με δική μας ελεύθερη βούληση, αποδεχόμενοι τις πιθανές δυσμενείς συνέπειες που κάτι τέτοιο θα είχε στην οικογενειακή, την κοινωνική ή την επαγγελματική μας πορεία, λαμβάνοντας υπόψη μας ότι η Ελληνική Κοινωνία δεν είναι η πλέον φίλα προσκείμενη απέναντι στον Ελευθεροτεκτονισμό. Και το κάναμε για εμάς τους ίδιους, γιατί είχαμε κάποιες ανησυχίες και ερωτηματικά που η καθημερινότητά μας δεν τους έδινε επαρκείς απαντήσεις.

Συνεπώς, ο δρόμος που ακολουθούμε θα είναι ο ίδιος, είτε όταν βρισκόμαστε μέσα σε ένα ασφυκτικά γεμάτο και πολύβουο τεκτονικό μέγαρο, είτε εκείνες τις κρύες μέρες που απέναντί μας βρίσκεται ο μισοκοιμισμένος γεράκος αδελφός που οδοιπόρησε για να είναι μαζί μας.

(Και τις γυναίκες μας τις αγαπάμε απεριόριστα, κι ας μας ειρωνεύονται ενίοτε)